- χιάζω
- (I)ΝΜΑ, και ιων. τ. χιέζω Α [χεῑ/χῑ]1. χαράζω γραμμές που διασταυρώνονται σε σχήμα Χ2. τέμνω σε σχήμα Χνεοελλ.1. τοποθετώ σταυροειδώς, διασταυρώνω2. θέτω το σημείο Χ για την επισήμανση νόθου ή αμφίβολου χωρίου σε έγγραφοαρχ.1. (ρητ.) διατάσσω τέσσερεις προτάσεις μιας περιόδου σταυροειδώς, χρησιμοποιώ το χιαστό σχήμα2. διαγράφω, ακυρώνω έγγραφο με χιαστί γραμμές.————————(II)Α [Χῑος]1. μιμούμαι τους Χίους2. (ειδικά) μιμούμαι τον Χίο μουσικό Δημόκριτο.
Dictionary of Greek. 2013.